χλωροφόρο

χλωροφόρο
το, Ν
βοτ. βλ. χλωροφόρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλωροφόρα — η, και χλωροφόρο, το, Ν βοτ. γένος τροπικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophora < χλωρ(ο) * + φoρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”